Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Άγγλους μυθιστοριογράφους κατασκοπείας, ο John Le Carré, πέθανε σε ηλικία 89 ετών, στο Βασιλικό Νοσοκομείο της Κορνουάλης, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.

«Επιτρέψτε μου να σας πω λίγα πράγματα για τον εαυτό μου. Όχι πολλά, αλλά αρκετά. Τον παλιό καιρό ήταν βολικό να με παρουσιάζουν σαν συγγραφέα βιβλίων κατασκοπίας. Δεν ήμουν διόλου αυτό. Είμαι ένας συγγραφέας που όταν ήταν πολύ νέος, πέρασε λίγα άκαρπα, αλλά καθοριστικά χρόνια στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Δεν γνώρισα τη μητέρα μου πριν φτάσω στα 21 μου χρόνια. Φέρομαι σαν άνθρωπος του καλού κόσμου, αλλά μεγάλωσα σε ένα θαυμαστά κακό περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν απατεώνας, άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού. Διαβάστε το “Ένας τέλειος κατάσκοπος”. Μισώ το τηλέφωνο. Δεν ξέρω να πληκτρολογώ. Κάνω τη δουλειά μου με το χέρι. Μένω σ’ έναν βράχο της Κορνουάλης και μισώ τις πόλεις. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην πόλη είναι το περισσότερο που μπορώ να αντέξω. Δεν βλέπω πολλούς ανθρώπους. Γράφω, περπατάω, κολυμπάω και πίνω. Εκτός από την κατασκοπία, στα νιάτα μου πούλησα πετσέτες, χώρισα, έπλυνα ελέφαντες, το έσκασα από το σχολείο, αποδεκάτισα ένα κοπάδι ουαλικά πρόβατα με ένα βλήμα των είκοσι πέντε, επειδή ήμουν τόσο κουτός που δεν κατάλαβα τις οδηγίες του αξιωματικού του πυροβολικού, δίδαξα παιδιά σε ένα ειδικό σχολείο. Εχω τέσσερις γιους και δώδεκα εγγόνια. Πάνε σαράντα χρόνια από τότε που κρέμασα τον μανδύα του μυστηρίου. Έγραψα τα πρώτα μου τρία βιβλία όσο ήμουν στοιχειό• τα υπόλοιπα δεκαεπτά όταν πια ελευθερώθηκα. Ένας καλός συγγραφέας δεν είναι ειδικός παρά μονάχα στον εαυτό του. Και αν είναι συνετός, φυλάει τα λόγια του πάνω σ’ αυτό το θέμα. Μερικοί από σας ίσως αναρωτιούνται γιατί διστάζω να ενδώσω σε συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τον Τύπο. Η απάντηση είναι ότι τίποτε απ’ όσα γράφω δεν είναι αληθινό. Είναι το υλικό των ονείρων, όχι η πραγματικότητα. Κι όμως, τα Μέσα Μαζικής ενημέρωσης με αντιμετωπίζουν σαν να έχω γράψει εγχειρίδια για κατασκόπους. Σ’ έναν βαθμό κολακεύομαι που τα παραμύθια μου τα παίρνουν τόσο σοβαρά. Ωστόσο, ταυτόχρονα σιχαίνομαι τον ρόλο του γκουρού, μια και δεν έχει καμία σχέση με το ποιος είμαι και το τι κάνω. Οι καλλιτέχνες, από την εμπειρία μου το λέω, έχουν πολύ φτενό πυρήνα. Υποκρίνονται. Δεν είναι το γνήσιο πράγμα. Είναι κατάσκοποι. Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση”. 

“Ο Κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο”, “Kι ο κλήρος έπεσε στο Σμάιλι”, “Νυχτερινή Βάρδια”… Είναι μερικά από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα περιπέτειας και κατασκοπίας έχουν την υπογραφή του. 

Γεννήθηκε το 1931 ως David Cornwell και συνεργάστηκε με τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες όταν φοιτούσε Γερμανική φιλολογία στην Ελβετία και στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Δούλεψε για λίγο σαν καθηγητής στο πανεπιστήμιο Eton και στη συνέχεια έγινε μέλος της Βρετανικής διπλωματίας ως μυστικός πληροφοριοδότης και αργότερα αξιωματούχος της ΜΙ-5. Την ίδια περίοδο άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο John Le Carré.

Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το “Πρόσκληση για τους νεκρούς” (1961), ήταν όμως το τρίτο του “Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο” (1963) για το οποίο έλαβε διεθνή αναγνώριση -το βιβλίο πούλησε σε όλο τον κόσμο πάνω από 20 εκατομμύρια αντίτυπα. Την ίδια χρονιά, αποδεσμεύτηκε από την ΜΙ-6, καθώς ένας άλλος Βρετανός πράκτορας είχε αυτομολήσει στη Ρωσία και είχε αποκαλύψει την ταυτότητά του, και αφοσιώθηκε στη συγγραφή μυθιστορημάτων κατασκοπείας. 

Παρόλο που θεωρούν ότι οι ιστορίες των βιβλίων του είναι εμπνευσμένες από όσα έζησε ως μέλος των μυστικών υπηρεσιών, ο ίδιος δεν το επιβεβαίωσε ποτέ.

Κάλλι Παπαχρήστου